ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΑΡΑΟΓΛΟΥ:
Ξεκινώντας την τοποθέτησή μου θεωρώ απαραίτητο να τονίσω ότι το
συγκεκριμένο νομοσχέδιο είναι ιδιαιτέρως σημαντικό για δύο κυρίως
λόγους:
Πρώτα-πρώτα, γιατί αφορά εκατοντάδες χιλιάδες συνταξιούχους του
δημοσίου τομέα και δεύτερον, γιατί λύνει αρκετά επι μέρους ειδικά
προβλήματα συμπολιτών μας. Ικανοποιεί δηλαδή αιτήματα συγκεκριμένων
κοινωνικών ομάδων ή ακόμη και μεμονωμένων πολιτών με ειδικά προβλήματα,
κυρίως υγείας.
Παράλληλα θέλω να τονίσω ότι κανείς μας και όχι μόνο στην Αίθουσα αυτή,
αλλά γενικότερα στην κοινωνία, δεν ισχυρίζεται -άλλωστε κάτι τέτοιο θα
ήταν ανόητο- ότι με το παρόν νομοσχέδιο αντιμετωπίζονται ριζικά και
δραστικά τα προβλήματα των συνταξιούχων του δημοσίου. Θα πρέπει, όμως,
να λάβουμε υπόψη μας το δημοσιονομικό πλαίσιο, μέσω του οποίου από τις
7 Μαρτίου 2004 και εντεύθεν κινείται η Κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή.
Αμέσως μετά την ανάληψη των ευθυνών διακυβέρνησης της χώρας,
προσπαθούμε δουλεύοντας σκληρά να βελτιώσουμε την τραγική δημοσιονομική
κατάσταση της χώρας.
Παραλάβαμε ελλείμματα και χρέη ων ουκ έστιν αριθμός. Και με μια
συγκεκριμένη οικονομική πολιτική, πετύχαμε να βελτιώσουμε την
κατάσταση. Πετύχαμε να μειώσουμε εντυπωσιακά το δημόσιο έλλειμμα.
Πετύχαμε να μειώσουμε ικανοποιητικά το δημόσιο χρέος. Πετύχαμε μερική
αντιμετώπιση του μεγαλύτερου κοινωνικού προβλήματος που αντιμετωπίζει η
χώρα που είναι, το πρόβλημα της ανεργίας. Έχουμε πετύχει τους
υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, υπερδιπλάσιους του μέσου όρου της
Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κι αυτήν την πετυχημένη οικονομική πολιτική
καλούμαστε να συνεχίσουμε, χωρίς να υποκύπτουμε στον πειρασμό των
σειρήνων, χωρίς να υποθηκεύουμε το μέλλον της ελληνικής οικονομίας
χάριν πρόσκαιρων εντυπώσεων.
Έτσι, κινούμενοι μέσα στα συγκεκριμένα δημοσιονομικά πλαίσια και
έχοντας σαν βασικό οδηγό από τη μια μεριά τη διατήρηση της
συγκεκριμένης δημοσιονομικής πολιτικής νοικοκυρέματος της ελληνικής
οικονομίας, αλλά και από την άλλη, θέλοντας να σηματοδοτήσουμε την
πολιτική βούληση της Κυβέρνησης για αντιμετώπιση των πράγματι οξυμένων
προβλημάτων των συνταξιούχων του δημοσίου, η Κυβέρνηση προχωρά στην
αύξηση κατά 4% των συντάξεων του δημοσίου.
Βεβαίως επανέρχομαι και λέω ότι αν κάποιος ρωτήσει αν είμαστε
ικανοποιημένοι από την αύξηση των συντάξεων κι αν αυτή λύνει τα
προβλήματα ειδικότερα των χαμηλοσυνταξιούχων του δημοσίου, σαφέστατα
και απαντάω: Όχι, δεν είμαστε. Και είμαι βέβαιος ότι κανείς συνάδελφος
απ' όλες τις πτέρυγες της Βουλής δεν είναι ικανοποιημένος.
Σαφέστατα και θα θέλαμε πολύ μεγαλύτερες αυξήσεις για όλους τους
συνταξιούχους. Θα θέλαμε πραγματικά να μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τα
οξυμένα προβλήματα των χαμηλοσυνταξιούχων.
Το ερώτημα, όμως, είναι: Η Κυβέρνηση δεν θέλει κάτι τέτοιο; Ποια
κυβέρνηση δεν θα ήθελε να ικανοποιήσει αιτήματα κοινωνικών ομάδων, να
δώσει λύση σε προβλήματα χρόνων; Πρέπει όμως να γίνει αυτό, χωρίς να
υπάρχουν οικονομικές δυνατότητες; Πρέπει να δίνονται αυξήσεις με
δανεικά; Πρέπει να υποθηκεύεται το μέλλον της χώρας, το μέλλον το δικό
μας, το μέλλον των παιδιών μας μόνο και μόνο για χάρη πρόσκαιρων
εντυπώσεων;
Είναι σαφές ότι η παρούσα Κυβέρνηση επέλεξε το δύσκολο δρόμο, το
δρόμο της υπευθυνότητας, το δρόμο του ρεαλισμού. Είναι σαφές ότι η
Κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή επιθυμεί να είναι χρήσιμη για τον τόπο
και για τους πολίτες και όχι απλώς αρεστή. Έτσι προτιμά να κάνει
κοινωνική φιλολαϊκή πολιτική σύμφωνα με τις οικονομικές δυνατότητες που
έχει, σύμφωνα με τα περισσεύματα που από την πετυχημένη οικονομική
πολιτική που ακολουθεί πετυχαίνει και όχι απλώς με δανεικά και
αγύριστα, όπως έκαναν οι προηγούμενες κυβερνήσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ..
Αυξάνει, λοιπόν, κατά 4% τις συντάξεις του δημοσίου, ποσοστό που βέβαια
δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι είναι αρκετά μεγαλύτερο από τον
πληθωρισμό του 2007, που βρίσκεται περίπου στο 2,9%.
Εκτός από τη συγκεκριμένη υπεύθυνη και ρεαλιστική εισοδηματική
πολιτική των συντάξεων του δημοσίου για το 2008, πρέπει να τονίσουμε
ότι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο έχει και μία σειρά άλλων θετικών
διατάξεων που αδικούνται μιας που, δυστυχώς, σύσσωμη η Αντιπολίτευση
επικεντρώνεται στην εισοδηματική πολιτική και δεν τονίζει τα πολλά άλλα
θετικά στοιχεία του νομοσχεδίου.
Παρ΄όλα αυτά, πρέπει να πω ότι στις συνεδριάσεις της Επιτροπής
Οικονομικών Υποθέσεων όπου το κλίμα είναι πιο χαλαρό, εκεί τουλάχιστον
τα κόμματα της Αντιπολίτευσης επεσήμαναν ότι υπάρχουν πολλές θετικές
διατάξεις, αλλά αποσπασματικές, όπως είπαν. Θυμίζω επί τροχάδην μερικές
μόνο από τις δεκάδες κυριολεκτικά θετικότατες διατάξεις του
νομοσχεδίου.
Πρώτα-πρώτα, για πρώτη φορά χορηγείται δεύτερη σύνταξη. Η σύνταξη
του αποβιώσαντος συζύγου συνταξιούχου του δημοσίου χορηγείται κατά 25%
στον επιζώντα σύζυγο επίσης συνταξιούχο του δημοσίου. Θα θυμίσω ότι
μέχρι τώρα δεν υπήρχε κάτι τέτοιο και αυτή η δεύτερη σύνταξη χανόταν
εξ' ολοκλήρου.
Δεύτερον, δίνεται η δυνατότητα σε άγαμες θυγατέρες του θανόντος
συνταξιούχου να μεταφέρουν τη σύνταξη προς όφελος άλλων συνταξιούχων
προσώπων, όπως για παράδειγμα σε άλλες άγαμες αδελφές.
Αναπροσαρμόζονται οι συντάξεις των αναπήρων ειρηνικής περιόδου σε
ποσοστό 90% από 85% που είναι σήμερα με τη σύνταξη που αναλογεί σε
ομοιόβαθμους στρατιωτικούς αναπήρους πολεμικής περιόδου.
Αυξάνεται το καταβαλλόμενο επίδομα εξομάλυνσης στους συνταξιούχους
ώστε η σύνταξή τους να αυξηθεί αρκετά περισσότερο απ' ό, τι οι μισθοί
των εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων, ικανοποιώντας με τον τρόπο αυτό ένα
πάγιο αίτημα τουλάχιστον διακοσίων χιλιάδων πολιτικών συνταξιούχων.
Βελτιώνονται οι προϋποθέσεις χορήγησης τιμητικής σύνταξης προς
όφελος των καλλιτεχνών και λογοτεχνών, ικανοποιώντας έτσι πάγια
αιτήματα του κλάδου τους.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να σταθώ και να κάνω έκκληση να δει με
θετικό μάτι ο παριστάμενος Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών μία
θετικότερη αντιμετώπιση του ζητήματος των τιμητικών συντάξεων των
καλλιτεχνών. Οι συντάξεις αυτές, ως γνωστόν, είναι είκοσι κατ' έτος.
Ίσως θα μπορούσαμε να επανεξετάσουμε το θέμα να πάμε στον αριθμό που
ήταν μέχρι πρότινος, δηλαδή εκατό. Άλλωστε το κόστος δεν θα είναι
ιδιαίτερα μεγάλο. Με τις είκοσι τιμητικές συντάξεις προβλέπεται ένα
κόστος 660.000 ευρώ, με τις εκατό συντάξεις θα πάει γύρω στα 2.000.000.
Δεν είναι υπερβολικά μεγάλο το κόστος.
Δεύτερον, ένα ζήτημα που θέλει εξέταση είναι η κρίση ανά
πενταετία. Όταν κάποιος κάνει αίτηση στα εξήντα πέντε και απορριφθεί η
τιμητική σύνταξη, θα πρέπει να επανέλθει στα εβδομήντα. Καταλαβαίνετε
ότι αυτό δημιουργεί πολλά προβλήματα και πολλοί απ' αυτούς δεν θα είναι
εν ζωή για να πάρουν τη σύνταξη.
Δίνεται η δυνατότητα συνταξιοδότησης σε δημοσίους υπαλλήλους με
δεκαπενταετή τουλάχιστον υπηρεσία εφόσον πάσχουν από διάχυτο γιγαντιαίο
αιματολεμφαγγείωμα και έχουν ποσοστό αναπηρίας άνω του 67%.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να σας αναφέρω ένα πρόβλημα που
αντιμετώπισα στο πολιτικό μου γραφείο πριν από ένα χρόνο περίπου.
Γυναίκα δημόσιος υπάλληλος έπασχε από τη συγκεκριμένη ασθένεια, μία
ασθένεια που σας διαβεβαιώνω, έχοντας και προσωπική εμπειρία, ότι είναι
μεν πολύ σπάνια, αλλά είναι μία πάρα πολύ δυσάρεστη ασθένεια που στην
κυριολεξία παραμορφώνει τον άνθρωπο και αυτός ο άνθρωπος προφανέστατα
δεν μπορεί να εργαστεί.
Για το συγκεκριμένο πρόβλημα πριν από ένα χρόνο περίπου υπέβαλα
σχετική ερώτηση, υπήρχε η απάντηση ότι δεν προβλεπόταν και είμαι
ιδιαίτερα ικανοποιημένος που στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο λύνεται ένα
σημαντικότατο πρόβλημα για την κατηγορία των συμπολιτών μας, που έχουν
μία τέτοιου είδους ασθένεια.
Κλείνοντας, θα ήθελα να θίξω δύο ακόμη θέματα επί τροχάδην, γιατί ο χρόνος τρέχει αμείλικτος.
Πρώτα-πρώτα να δούμε, εάν θίγεται θετικά το θέμα των ερευνητών του
ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε.. Οι καθηγητές πανεπιστημίων και Τ.Ε.Ι. παίρνουν ένα επίδομα
διδακτικής προετοιμασίας και εξωδιδακτικής απασχόλησης και παράλληλα
πάγια αποζημίωση για τη δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης και
συμμετοχής σε συνέδρια. Μέχρι τώρα οι ερευνητές του ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε. ήταν
ταυτισμένοι με τους καθηγητές Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι. και πρέπει να δούμε,
εάν έχουμε τη δυνατότητα να ικανοποιήσουμε αυτό το αίτημά τους.
Υπάρχει και ένα δεύτερο θέμα, για το οποίο βεβαίως ξέρω ότι
μπορεί να κατηγορηθώ, αλλά είμαι υποχρεωμένος να το βάλω. Είναι η
ρατσιστική αντιμετώπιση που έχουν οι Βουλευτές που προέρχονται από το
δημόσιο τομέα, που ήταν, δηλαδή, δημόσιοι υπάλληλοι, για δύο λόγους.
Πρώτα-πρώτα δεν έχουν τη δυνατότητα να διατηρήσουν το ασφαλιστικό
και συνταξιοδοτικό τους καθεστώς, όπως όλες οι άλλες κατηγορίες
αιρετών. Θυμίζω ότι ακόμη και στο παρόν νομοσχέδιο, στο άρθρο 5,
δίνεται η δυνατότητα σε προέδρους κοινοτήτων ή σε δημάρχους να
διατηρήσουν το ασφαλιστικό συνταξιοδοτικό καθεστώς της προηγούμενης
θέσης τους, οπότε και όλη η θητεία τους ως αιρετών οργάνων λογίζεται ως
πραγματική και συντάξιμη στη θέση από την οποία προέρχονται. Αυτή η
δυνατότητα δεν δίνεται στους Βουλευτές, οι οποίοι προέρχονται από τον
τομέα των δημοσίων υπαλλήλων.
Δεύτερο ζήτημα. Οι Βουλευτές, οι οποίοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι,
που δεν επανεκλέγονται και επανέρχονται στην υπηρεσία τους, λυπάμαι που
θα το πω, κύριε Υπουργέ, αλλά πρέπει να ξέρετε ότι επανέρχονται ως
απλοί υπάλληλοι και όλοι οι υπόλοιποι συνάδελφοί τους, που έχουν τα
ίδια τυπικά προσόντα και είχαν τα ίδια χρόνια υπηρεσίας, τους έχουν
προσπεράσει και έχουν τους βαθμούς των διευθυντών, των τμηματαρχών, ενώ
αυτοί οι Βουλευτές επανέρχονται ως απλοί υπάλληλοι.
Είναι δύο ζητήματα καταφανέστατων αδικιών και σας παρακαλώ πολύ,
εάν δεν μπορείτε να τα αντιμετωπίσετε σήμερα με το παρόν νομοσχέδιο, να
δεσμευθείτε ενώπιον της Εθνικής Αντιπροσωπείας ότι θα αντιμετωπιστούν
με το πρώτο νομοσχέδιο που θα έρθει, γιατί στην κυριολεξία πρόκειται
για θέματα, τα οποία δημιουργούν σαφέστατα πρόβλημα σε βάρος των
δημοσίων υπαλλήλων που εκλέγονται Βουλευτές.
Κλείνω, λέγοντας ότι θεωρώ πως είναι ένα θετικό νομοσχέδιο, το
οποίο βεβαίως μπορεί να μην απαντά οριστικά και να μη λύνει το πρόβλημα
των συντάξεων και ιδιαίτερα των χαμηλών συντάξεων του δημοσίου τομέα,
όμως αντιμετωπίζει μερικώς το πρόβλημα και κυρίως δίνει μια σειρά
λύσεων σε άλλα επι μέρους προβλήματα.
Ευχαριστώ πολύ.